πρωτοστολιστής

πρωτοστολιστής
ὁ, Α
ο αρχηγός τών στολιστών, τών ατόμων που στόλιζαν τα αγάλματα τών θεών ή φύλαγαν τις ιερές ενδυμασίες ή τα ιερά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + στολίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”